Χάρτινες γεμάτη υποσχέσεις
η στιγμήΜετα απο μια νυχτα....
Αμετρητες ξυλινες και σαθρες φιγουρες αντικρυζουν τον ηλιο του μεσονυχτιου.
Απλωνουν τα χερια τους σε ωκεανους κενου να πιαστουν.
Να κοιταζω την εικονα του πονου τους δεν μπορω.
Το χρωμα της αδικιας τους .
Την κραυγη του πανικου τους .
Τον ηχο του θανατου τους δεν δυναμαι ν'ακουσω.
Τα ματια τους ικετευουν για μια ακτινα ΦΩΣ .
Προσμενουν μια μερα που ισως ποτε δεν θα ξημερωσει.
Μα τωρα, γυμνα τα κορμια τους βλεπουν στον Ηλιο την Δυση.
Ετοιμες να γυρουν και να ξεψυχησουν.
Ανακουφιση ποτε πια δεν θα υπαρξει.
Αποσυνεση οι χιλιαδες νεκροι.
Οι εικονες μου τα λειψανα τους.
Τυμβος για των σωματων τους την τιμημενη χαρη ποτε δεν α υπαρξει.
Και εμεις οι ζωντανοι, υποψηφιοι νεκροι, ακομα για την αγαπη ομιλουμε με κορμια απο οστα και χωμα.
Εμεις του μελλοντος οι νεκροι, αποζητουμε την Ειρηνη.
Μα εκεινη βρισκεται τοσο μακρια, τους ψυθυρους μας τους τελευταιους ν'ακουσει, καθως στης γης των εγκατων τα σκοταδια τωρα πια θα σβυνουν.
Καπου εκει αναμεσα σε καποια μνημεια απο εμας ξεχασμενα, οπου συχναζουν οι λιγοι που περιτρανα αποζητουν, ανθρωποι απο εμας τους ζωντανους ν?αποκαλουνται ακομα.
Και η σηψη τωρα προχωρα με τα βηματα γοργα σε εμενα?
Κοιμομουν και με πληγες ανοιχτες γεματος ξuπνω.
Αιμοφυρτος, των εικονων τοuς το χρωμα να σβυσω προσπαθω ακομα.
Α!
Εσεις στα μαυρα ντυμενοι.
Ρακενδυτοι, σαν και τοuς θεοuς σας ομοια ποuλημενοι.
Με την νικη σας πια εξασφαλισμενη.
Την φρικη σας ποσο εντεχνα την φορατε.
Εγκληματιες στυγνοι, δολοφονοι καλοπληρωμενοι.
Την Νικη μας την κρυψατε και την Ελπιδα μας δε, μας την παραδωσατε φρικτα βιασμενη.
Με δεν θα υπαρξει ποτε και ουδεις ταφος για προσκαιρη αναπαυλα σας?
Και η μνημη τοu παλαιου μου φοβου ειναι πλεον ζωντανη.
Γι'αυτο και πονω το πρωινο ετουτο.
Λιωνουν οι αναμνησεις μιας καλυτερης, προηγουμενης ζωης, τα ονειρα και οι ελπιδες μιας μελλοντικης και τρεχουν βιαστικα και τρομοκρατημενα στοuς βρομικους σας υπονομους .
Ετσι εξηγειται το οτι η πολη σας λιγο πριν βραδυασει μuριζει την απαισια ματαιοτητα σας .
Εμεις, τοπος ειμαστε σκοτεινος, μερος μελαγχολικο πλεον.
Το σωμα μας, μαυρες κομμενες φτερωτες εικονες που τις παλλει βιαια η οσμη του πονου μας .
Δειτε μας να σuντριβομαστε και να χανομαστε στα υψη της αδιαφοριας σας, εκεινων των παιχνιδιων σας την χαρη.
Και εσεις να κρυβετε στο κενο σας κορμι, τον θανατο του κοσμου μας. Την πτωση την δικη μας.
Σαν αδειος φαρος που κρυβει καλα την ψυχρη σας σαρκα.
Ειστε κεφαλια διχως προσωπα.
Ειστε σωματα αψυχα.
Ειστε της Φυσης μας τα μπασταρδα παιδια.
Ζειτε μονο για να κρυβετε την σιωπη σας, μαγεμενοι απο των Ερπετων τα ξορκια.
Ξενοι, σε ιερη γη αναζητατε μια νικη σε ονειρα απο εσας κλεμμενα.
Και ο αρχηγος σας, εκεινος ο ψεuτης, με του δηλητηριου τη διχαλωτη τη γλωσσα, τυφλα, το πλη8ος να σφαγιαζεται μπορει πλεον μονο να κοιταζει.
Τα λιγα του γηνικαν τα λειψανα των νεκρων μας.
Η αθωοτητα μας προσβαλλει την ανυπαρκτη ευσπλαχνια σας και οι πολεμιστες σας παρελαυνουν, ως ηρωες, τι φτηνες οφθαλμαπατες, με τα ποδια τοuς στον ταφο.
Ω !
Eτοιμαστειτε του Εφιαλτη μας τον ερχομο πικρα να γευτειται.
θα πληρωσετε για την αιματολαγνεια σας .
Ολοι εσεις οι χλωμοι με τα καλοθρεμενα γαλαζια ματια σας .
Προσευχηθειτε με τα αιματοβαμενα χερια σας στα ποδια των πουλημενων θεων σας .
Aφηστε λοιπον το αιμα μας να κυλησει.
Μεχρι να σας πνιξει.
Διοτι πραγματικα το να ζειτε ειναι η πιο βολικη σας ματαιοδοξια.
Τιμη και δοξα σε ολους εκεινους που ορκιστικαν να φυλουν " θερμοπυλες ".
Είμαι πολύ γέρος τώρα.
Το σκοτάδι το νιώθω ακόμη πιο κοντά.
Θα φτάσω άραγε ποτέ στην απέναντι τη χώρα;
Αυτός είναι ο τόπος που πηγαίνουμε όταν πρέπει να πεθάνουμε;
Μα ήμουν γέρος και από την αρχή του χρόνου.
Ο χρόνος μ'έθαψε στην γη.
Ζωές ολάκαιρες δοκίμαζα το αίμα.
Και είμαι θαμμένος από το χρόνο και τη σκόνη.
Πρέπει όμως να περιμένω και τη φθορά στο σώμα μου το νεκρό να νιώθω.
Αναζητήσεις πέρα από το χώρο και τώρα πια πέρα και από τον χρόνο.
Ένας κόσμος, ο δικός μου, χωρίς φως.
Θάνατος στο τέρμα του.
Μόνο η σιωπή, ν'ακουστεί μπορεί.
Και είναι η σιωπή του ανθρώπινου μου φόβου.
Μα κανείς δεν ξέρει τον τάφο μου, εκείνον τον τόσο από το χρόνο και την σκόνη θαμμένο.
Μόνο εσύ καλή μου, που με τον έρωτα μου σ'έχω πλάσει.
Και αν κάποτε...
ποτέ να μην γίνει...
Μια μέρα βροχερή βρεθείς σε μονοπάτι, μέσα στη βροχή και από την αγάπη μου πια μονάχη.
Προχώρησε σιγά σιγά και όταν στο τέρμα φτάσεις, θα βρεις έναν σταυρό και άνθη λευκά να τον στολίζουν.
Ποτέ στον τάφο μου, εδώ κείτομαι, να μην διαβάσεις επάνω.
Μην φύγεις και πια τα χάσεις.
Σκύψε και το σταυρό μου φίλα, κόψε κ'ένα λουλούδι.
Βγάλε βαθύ αναστεναγμό και ψιθύρισέ μου ενα τραγούδι.
Ένα κερί, εκεί δίπλα θα'ναι.
Μα πρόσεξε να μην το σβήσεις, μην μου δακρύσεις.
Μα αν και πάλι, το δάκρυ σου κυλήσει.
Κι'αυτό στον τάφο μου επάνω και αν στάξει.
Μια σκιά, μπρος στο σταυρό μου, εσένα θα κοιτάξει.
Δική μου θα'ναι και θα σε καλεί προς εμένα.
Για να σου θυμήσει πως δύο σώματα ήμασταν και θα παραμείνουμε πάλι ένα.
Μα όταν ήμουν στην ζωή, κανείς άλλος δεν με αγαπούσε.
Και τώρα υπάρχεις μόνο εσύ για εμένα.
Χτύπα τώρα λοιπόν την καμπάνα, να με ξυπνήσεις και όνειρο πως ήταν να μου ψιθυρίσεις.
Μία μέρα του Ιούνη,
ξεχασμένη από το φως του ήλιου.
Αυτή η μέρα πέθανε πια
κι εγώ παραδώθηκα δίχως μάχη.
Χωρίς καμμία εξήγηση
και δίχως να ρωτήσω το γιατί.
Την ημέρα εκείνη ακολούθησε μία νύχτα που δεν τελειώνει.
Μα δεν θέλω να κοιμηθώ ξανά,
γιατί φοβάμαι να ξυπνήσω.
Κάποια στιγμή προσπάθησα να πλέξω τις λέξεις μου με νότες,
μα απέτυχα.
Έπειτα προσπάθησα να δώσω στις σκέψεις μου χρώμα,
μα απέτυχα και πάλι.
Μα όταν, απελπισμένα έκλαψα για την αποτυχία μου αυτή,
είδα τα δάκρυά μου να γίνονται ένα με τα όνειρά μου
και να βαφτίζονται θλίψη μου.
Κάπως έτσι κι απόψε βρέθηκα να γράφω σε μία γραμμή πάνω δίχως περιθώρια.
Μόνος, ν'ακούω τις εικόνες και να βλέπω τις νότες που κανείς ποιητής,
ποτέ του δεν ζωγράφισε.
Φωνές που ακούει μόνο η καρδιά μου.
Κι εγώ ν'αφήνομαι σ'αυτήν την περίεργη μουσική για να με αγγίζει.
'Αφησα πια τα συναισθήματα να με κυριέψουν.
Να μεταφέρουν την ψυχή μου μακρυά.
Μακρυά στον κόσμο εκείνο,
όπου η ομορφιά σου συναντά πια το σκοτάδι της ημέρας μου.
Ένας κόσμος,
ο δικός μου,
ένα όνειρο φτιαγμένο από το χτες.
Μία καθημερινότητα που παρασιτεί απότο παρόν μου.
Μία ψυχή που ζει για την ελπίδα πως θα πεθάνει κάποτε στο αύριο.
Αλήθεια;
Θυμάσαι το χτες;
Τότε που κάθε ώρα και λεπτό έμοιαζε να κρατά μια μικρή αιωνιότητα;
Ήμασταν κάποτε τόσο νέοι και γεμάτοι ζωή.
Κανείς μας δεν ήταν έτοιμος για τον θάνατο.
Μα τώρα δεν ντρέπομαι να πω, πως το μαύρο που φοράς με κάνει και κλαίω σαν παιδί.
Δακρύζω με όσα δάκρυα έκρυβα μέσα μου,
νιώθοντας δυστυχισμένα μόνος μου σ'αυτόν τον κόσμο.
Ίσως τελικά ο θάνατος να ήταν αναγκαίος για να συλλάβω την αλήθεια του ανθρώπου.
Την δικιά σου.
Και άνοιξαν οι ουρανοί καθώς εγώ κοιτούσα τα μάτια σου.
Μέσα στο άπειρο κυπαρισσί τους,
εκεί που άφησα ένα κομμάτι από τον εαυτό μου.
Μα τα μάτια σου δεν θ'ανοίξουν ποτέ πια
και τα χείλη σου δεν θα τα σαλέψεις ξανά.
Τώρα πια βρίσκεσαι αλλού.
Με τα μάτια σου κλειστά
και βυθισμένη σ'έναν γαλήνιο ύπνο δίχως επιθυμίες.
Τώρα πια ταξιδεύεις στ'όνειρο που σε ταλάντευε από μικρή
και με την ήρεμη έκφραση κάποιας που δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά.
Έσκυψα και σε φίλησα για στερνή φορά,
αφήνοντας την θλίψη μου να σε οδηγήσει στο απόγειο μιας έκστασης διαφορετικής.
Ύστερα πέρασε και ο καιρός,
μα δεν σε ξέχασα.
Έκλεινα τα μάτια μου και έβρισκα το κορμί σου,
μα ήταν άπιαστο σαν κάποιο φαύλο αερικό.
Συνέχισα να γράφω στα πιο μελανά σύννεφα πως σε θέλω ακόμα,
μα έβρεχε πάντα ερημιά.
Μα τώρα το ξέρω πως δεν μου άνηκες ποτέ.
Γι'αυτό και έφυγες.
Είναι τόσο δύσκολο να στο πω.
Μα ήθελα μόνο να μάθεις πως όταν σ'έβλεπα να φεύγεις,
ήταν η πιο μεγάλη μου ημέρα.
Εκείνη η μέρα του Ιούνη,
η ξεχασμένη απ'το φως του ήλιου,
ήρθε και με βρήκε να κάθομαι μόνος μου σ'αυτήν την ειρηνική μοναξιά.
Ίσως κοιμισμένος μα ίσως και ξύπνιος.
Να βλέπω παλιές εικόνες.
Το παρόν μου να τρέχει προς το παρελθόν σου.
Το τώρα μου και το τότε σου να γίνονται ένα.
Και η αγάπη μου για εσένα να γίνεται πια ένα μακροσκελές αντίο.
Συγχώρεσέ με λοιπόν που τις λέξεις μου απρόσεχτα τις τοποθετώ στο χαρτί ετούτο επάνω.
Ήταν λέξεις που δεν θα έπρεπε ποτέ να γραφτούν.
Θα σ'αγαπώ πάντα
Μια αυγή ξημερώνει, ενός χρόνου τυχαίου.
Είμαι τόσο κουρασμένος.
Μα η καρδιά μου, ειρωνικά, χτυπά ακόμα.
Νιώθω τα ρούχα μου, εκείνα που την γύμνια μου κρύβουν, βαριά και ξένα.
Και τα χείλη μου, ξερά και σκασμένα.
Τα χέρια μου, που το τόσο περήφανο και κοφτερό ακόμα κρατούν σφιγμένο ξίφος μου, είναι από το αίμα λερωμένα.
Ο ιδρώτας, το κορμί μου έχει πια λούσει.
Μια μυρωδιά νεκρού με περιβάλλει.
Είμαι, απλά, εγώ το πτώμα.
Και είναι οι πρώτες, του ήλιου οι ακτίνες που προσφέρουν το φως τους στον τόπο γύρω μου.
Το πεδίο αυτό της μάχης, το τόσο από την ομίχλη καλυμένο.
Εικόνες που γεννήθηκαν μέσα σ'ενα όνειρό μου, τόσο ειλικρινές και σκοτεινό όπως και το υποσυνείδητό μου.
Σπίτια πέτρινα και ξύλινες καλύβες, που κάποιας εποχής παλιάς, χωριό μου θυμίζουν.
'Ολα στάχτες, συντρίμια, κομμάτια ενός τοπίου, νεκρά αφημένα.
Ο καπνός, με αρμονικες, ειρωνικες κινήσεις, λινκιζεται και χάνεται στη θάλασσα τ'ουρανού, που το χρώμα του, ξεκινά μόλις τώρα ν'ανοίγει.
Κανείς, γύρω μου πουθενά.
Τ'άλογό μου, το'χω χάσει.
Που είναι οι συμπολεμιστές μου;
Νεκροί ίσως να έπεσαν σ'αυτήν εδώ τη μάχη.
Μα είναι και τόσο περίεργο συνάμα.
Δεν με θυμάμαι να πολεμώ.
Και αυτά τα ρούχα, δεν μου ταιριάζουν.
Δεν είναι η εποχή μου.
Δεν είναι ο κόσμος μου.
Ή μήπως και να είναι;
Μα τι μου συμβαίνει;
Μπροστά στα μάτια μου, απλώνεται ενός κρανίου τόπος.
Μα των νεκρών τα σώματα δεν υπάρχουν.
Και αυτή η γη, μοιάζει να με γνωρίζει.
Τη νιώθω να με μεγάλωσε και να μου έχει προσφέρει το είναι μου.
Μα είναι τόσο άγνωστη πια για εμένα.
Τούτη εδώ η γη, δεν μοιάζει από αίμα να'ναι χορτασμένη ή τόσο φρικτά διψασμένη.
Κι όμως, το σπαθί μου, λουσμένο στο αίμα είναι.
Σε ποιον ανήκει αυτό το αίμα;
Ποιόν να πολεμούσα;
Το μυαλό μου, ακόμα θωλό και η μνήμη μου ξεθωριασμένη.
Εδώ δεν υπάρχει κανείς.
Μάλλον, ποτέ κανείς δεν υπήρξε.
Στο νου μου, τώρα έρχονται μάχες, εικόνες απ'των βιβλίων της ιστορίας θα'ναι βγαλμένες.
Και εγώ που πάντα ονειρευόμουν τον παράδεισο σαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, να'μαι καταδικασμένος βιβλίο της, ποτέ να μην δύναμαι να διαβάσω.
Αυτή τότε, πρέπει να είναι η κόλασή μου.
Βάρβαροι, Μογγολοί, Ρωμάιοι και Έλληνες.
Σπαθιά και σώματα που με βία χτυπούσαν το'να τ'άλλο.
Και τα ξίφη τους, λεπίδες κοφτερές που στο αίμα κολυμπούσαν, σκορπούσαν το θάνατο και την αχώριστή του σύντροφο, την φρίκη.
Αυτοκρατορίες που άκμασαν για να παρακμάσουν.
Αυτό είναι το δίδαγμα της ιστορίας.
Είμαι μήπως και εγώ, κάποιας, τάδε αυτοκρατορίας στρατιώτης;
Ισως ενας σταυροφορος ή και ξεμπαρκος πειρατής Σαρακινος.
Η στολή μου, όμως, χρώμα και διακριτικά δεν έχει.
Δεν ξέρω πια τι είμαι και σε πια στρατιά ανήκω.
Και τώρα...
Από την μάχη τόσο κουρασμένος.
Εγώ, μου μιλώ για εμένα.
Χάνομαι στον καπνό αυτό των λέξεών μου.
Δεν υπάρχουν ούτε πια και οι ήχοι.
Οι λέξεις μου, τώρα ειναι άχρωμες μόνο είκονες.
Ψάχνω κάτι σε τούτη τη μοναξιά, που γύρω μου ακόμα υπάρχει.
Μα στην διαδρομή μου αυτή, βρίσκω ειρωνικά, και πάλι, μόνο τα βήματά μου...
Χάρτινες γεμάτη υποσχέσεις η στιγμή